αλογόνο

αλογόνο
halojen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλογονίδια — Ονομασία των ενώσεων των αλογόνων με άλλα στοιχεία· οργανικές χημικές ενώσεις του τύπου RXn, όπου R οργανική ρίζα ακόρεστη ή κορεσμένη, απλή ή σύνθετη, Χ το αλογόνο και n ο ακέραιος αριθμός. Τα α. ανάλογα με το είδος της ρίζας διακρίνονται σε… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • αλογόνωση — η Χημ. η χημική διαδικασία κατά την οποία κατεργάζεται ή ενώνεται μια ουσία με ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο ή αστάτιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλογόνα* + κατάλ. ωση*. Απόδοση στα Ελλληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halogenation] …   Dictionary of Greek

  • χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαλογόνο — το, Ν συν. στον πληθ. τα ψευδαλογόνα χημ. τα αλογονοειδή, χημικές ενώσεις που μοιάζουν με τα αλογόνα ως προς τις φυσικές ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αλογόνο] …   Dictionary of Greek

  • αιθυλίωση — Χημική αντίδραση στην οργανική χημεία με την οποία επιτυγχάνεται η εισαγωγή (με αντικατάσταση ή όχι) της ρίζας του αιθυλίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης. Η α. γίνεται συνήθως με αιθυλοαλογονίδια που δίνουν αντιδράσεις αντικατάστασης της μορφής:… …   Dictionary of Greek

  • ακυλαλογονίδια — Χημικές ενώσεις με γενικό τύπο R COX, όπου R = αλκύλιο και Χ = αλογόνο, κυρίως το χλώριο. Θεωρούνται παράγωγα των καρβονικών οξέων (R COOH) με αντικατάσταση του υδροξυλίου από ένα άτομο αλογόνου (Χ). Παρασκευάζονται από τα καρβονικά οξέα ή τα… …   Dictionary of Greek

  • ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… …   Dictionary of Greek

  • αλκυλαλογνίδια — Προέρχονται από τους υδατάνθρακες με αντικατάσταση ενός υδρογόνου από ένα αλογόνο· εστέρες των αλκοολών …   Dictionary of Greek

  • Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”